- κύλημα
- το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλάω, κατρακύλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κύλημα — το [κυλώ] περιστροφική και ορμητική πτώση, κίνηση προς τα κάτω σε επικλινή επιφάνεια («το κύλημα τού νερού») … Dictionary of Greek
ερμοκύλημα — το έρμαιο, παίγνιο («τών ανέμων ερμοκύλημα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + κύλημα (< κυλώ)] … Dictionary of Greek
κυλημοκυτρώ — κυλημοκυτρῶ (Μ) κάνω κωλοτούμπες, κουτρουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλημα (< κυλῶ) + κυτρῶ (< κυρτῶ με μετάθεση)] … Dictionary of Greek
ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση … Dictionary of Greek